- παίζω
- (ΑΜ παίζω, Α δωρ. τ. παίσδω)1. διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι (α. «κρύψε μάννα, το παιδί που στο πλευρό του παίζει», Παλαμ.β. «ἔπαιζε δὲ μετ' ἄλλων ἡλίκων ἐν ὁδῷ», Ηρόδ.)2. περνώ ευχάριστα την ώρα μου με διάφορα παιχνίδια (α. «παίζω τάβλι» β. «παίζειν πρὸς κότταβον», Πλάτ.)3. χειρίζομαι μουσικό όργανο («παίζει καλά κιθάρα»)4. ερωτοτροπώ, («εἶδε τὸν Ἰσσαάκ παίζοντα μετὰ Ρεβέκκας τῆς γυναικὸς αὐτοῡ», ΠΔ)5. αστειεύομαι, χωρατεύω («παίζει πρὸς ἡμᾱς δεσπότης ἢ μαίνεται;», Ευρ.)6. εμπαίζω, περιπαίζω, κοροϊδεύωνεοελλ.1. επιδίδομαι σε κερδοσκοπικά παιχνίδια («παίζει στον ιππόδρομο»)2. μετέχω σε χαρτοπαίγνιο («ούτε πίνει, ούτε παίζει»)3. ασχολούμαι επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά με κάποιο ομαδικό άθλημα («αυτή τη χρονιά δεν θα παίξει στην ομάδα, γιατί έχει τραυματιστεί»)4. (για αθλητική ομάδα) συμμετέχω σε αθλητικό αγώνα («αυτή την Κυριακή η ομάδα θα παίξει στη θεσσαλονίκη»)5. χειρίζομαι κάτι με ευχέρεια6. εκτελώ μουσικό κομμάτι7. (για θίασο) παριστάνω ένα έργο στη σκηνή8. (για ηθοποιό) υποδύομαι ορισμένο ρόλο ενός θεατρικού έργου («όλοι οι ηθοποιοί έπαιξαν καλά»)9. (για άψυχο) κινούμαι εδώ κι εκεί, πάλλομαι, ταλαντεύομαι (α. «παίζει το μάτι μου» β. «παίζει το πόδι μου μέσα στο παπούτσι»)10. καταπιάνομαι με μια εργασία χωρίς σοβαρή διάθεση11. (κυρίως στην Κρήτη) πυροβολώ («τού 'παιξα μια με το πιστόλι»)12. φρ. α) «τόν παίζω στα δάχτυλα» — τόν κάνω ό,τι θέλω, τόν εξουσιάζωβ) «μού τήν έπαιξε» — μέ εξαπάτησεγ) «μάς παίζει τον παπά» — προσπαθεί να μάς εξαπατήσει, κάνει πως δεν καταλαβαίνειδ) «εγώ δεν παίζω» — εγώ δεν αστειεύομαι, μιλώ σοβαράε) «δεν είναι παίξε γέλασε» — δεν πρόκειται για κάτι απλό και εύκολοστ) «τού τίς έπαιξα» — τόν έδειραζ) «όχι παίζουμε» — λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος προκαλεί έκπληξη σε κάποιον ο οποίος δυσπιστούσεη) (για μάθηση, τέχνη κ.λπ.) «τό παίζω στα δάχτυλα» — τό γνωρίζω πολύ καλάθ) «παίζω σπουδαίο (ή πρωτεύοντα ή καθοριστικό) ρόλο» — έχω μεγάλη σημασία, είμαι πολύ σημαντικόςι) «οι τιμές παίζουν» — οι τιμές κυμαίνονταιια) «παίζω με τις λέξεις» — κάνω λογοπαίγνια ή ταυτολογώιβ) «τά παίζω όλα για όλα» ή «παίζω με τη φωτιά» — διακυβεύω το παν, ριψοκινδυνεύω τα πάνταιγ) «παίζω τη ζωή μου» ή «παίζω το κεφάλι μου» — ριψοκινδυνεύω τη ζωή μουιδ) «τό παίζω... (επιστήμονας, σπουδαίος, μεγάλος κ.λπ.)» — παριστάνω τον....13. παροιμ. «παίζει ο λύκος με τ' αρνί» — λέγεται για άνιση πάληαρχ.1. χορεύω («ἐνόπλια χαλκωθεὶς ἔπαιζεν», Πίνδ.)2. χορεύω και τραγουδώ3. πηγαίνω για κυνήγι4. (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. και παρακμ. ως ουσ.) τὸ παιζόμενον ή τὸ πεπαιγμένοναυτό που ειπώθηκε ή έχει ειπωθεί αστεία («τῷ Μενεδήμῳ πεπαιγμένον» — έχει λεχθεί αστεία από τον Μενέδημο, Πλούτ.)5. φρ. «ὁ λόγος πέπαισται» — έχει λεχθεί χάριν αστεϊσμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός. Το ρ. παίζω εκτός από τον κανονικό του σχηματισμό: ἔπαισα, πέπαισμαι, εμφανίζει και θ. παιγ- / παιχ- με ουρανικό σύμφωνο, αναλογικά προς τον σχηματισμό τών ουρανικόληκτων ρημάτων: παιξοῦμαι, ἔπαιξα, ἐπαίχθην, πέπαιγμαι (πρβλ. παῖγμα, παίγνιον, παίκτης)].
Dictionary of Greek. 2013.